- εκμυστήρευση
- ηαποκάλυψη μυστικού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκμυστήρευση — η η αποκάλυψη μυστικού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποκάλυψη — Όρος με ευρύ θρησκευτικό περιεχόμενο που τον χρησιμοποιούν όλες οι θρησκείες, και με ιδιαίτερο τρόπο ο χριστιανισμός. O άνθρωπος αισθάνεται μέσα του τη βαθιά ανάγκη να ανακαλύψει το νόημα του κόσμου και της ζωής, αλλά βλέπει πως μόνος του δεν το… … Dictionary of Greek
εκμυστηρευτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην εκμυστήρευση … Dictionary of Greek
εξαγορεία — ἐξαγορεία, η (AM) [εξαγορεύω] η εκμυστήρευση, η αποκάλυψη μυστικών υπό εχεμύθεια μσν. η εξομολόγηση ως μυστήριο … Dictionary of Greek
εξαγόρευση — η (AM ἐξαγόρευσις) [εξαγορεύω] 1. εκμυστήρευση, φανέρωση μυστικού 2. η εξομολόγηση ως μυστήριο αρχ. μσν. δήλωση, διακήρυξη μσν. ανάκριση … Dictionary of Greek
ξάνοιγμα — το [ξανοίγω] 1. άνοιγμα, άπλωμα 2. η αλλαγή τού καιρού προς το καλύτερο, η αιθρίαση, η βελτίωση τού καιρού 3. ο απόπλους προς το ανοιχτό πέλαγος 4. εκμυστήρευση μυστικών 5. διεύρυνση δραστηριότητας, εργασίας ή δαπάνης πέρα από τα επιτρεπτά όρια ή … Dictionary of Greek
ξεμυστήρεμα — το [ξεμυστηρεύομαι] εκμυστήρευση … Dictionary of Greek
εκμυστηρευτικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην εκμυστήρευση (βλ. λ.), ο αποκαλυπτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)